ἀνευρυσμάτων

ἀνευρυσμάτων
ἀνεύρυσμα
aneurism
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αορτή — Μεγάλο αγγειακό στέλεχος που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, και αφού κάνει μια απόκλιση προς τα πάνω (ανιούσα α.), διαγράφει τόξο (αορτικό τόξο), και κατευθύνεται προς τα κάτω (κατιούσα α.) και καταλήγει στο ύψος του τέταρτου… …   Dictionary of Greek

  • απολίνωση — Το δέσιμο αιμοφόρου αγγείου με σκοπό τη διακοπή της ροής του αίματος. Η α. γίνεται σε περιπτώσεις αιμορραγίας, για τη θεραπεία ανευρυσμάτων και για την αναίμακτη διαίρεση τμημάτων των ιστών. Το νήμα που χρησιμοποιείται συνήθως για την περίδεση… …   Dictionary of Greek

  • ενδοανευρυσματορραφία — η χειρουργική μέθοδος θεραπείας τών ανευρυσμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”